- διάπηξις
- διά-πηξις, ἡ, Zusammenfügung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
διάπηξη — η (Α διάπηξις, εως) 1. σύμπηξη, συναρμολόγηση, συνένωση 2. συναρμολόγηση δοκών για τον σχηματισμό σκελετού στην οικοδομή 3. ο ίδιος ο σκελετός (η ξυλοδεσιά) … Dictionary of Greek
διάπηξιν — διάπηξ masc dat pl διάπηξις fastening together fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)